- υαλόφραγμα
- το -ατος, υαλοστάσιο (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υαλόφραγμα — το, Ν χώρισμα χώρου με τζαμαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + φράγμα] … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πατρών — Στις δύο αντικριστές αίθουσες αυτού του μικρού αρχαιολογικού μουσείου στεγάζεται ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου των ευρημάτων από την ευρύτερη περιοχή της Πάτρας. Προτού δείτε τα εκθέματα, ρίξτε μια ματιά στο μεγάλο χάρτη που υπάρχει στην… … Dictionary of Greek